Imágenes de página
PDF
ePub

monte un autre escalier et fait la coquette, elle monte un troisième escalier et elle dit : « Que me veux-tu, reine, quelle est ta volonté ? » Allons Arodaphnousa, le four chauffe. "Laisse-moi un instant, un

tout petit moment, laisse-moi, que je puisse faire entendre un petit cri, un grand cri, pour que le roi l'entende et qu'il vienne m'arracher. »

En haut, le roi est à manger, en haut le roi est à boire; il l'entend. « Taisez-vous toutes les violes et tous les luths; cette voix qui m'arrive est celle d'Arodaphnousa; qu'on m'amène mon cheval noir sellé et bridé. »

Il s'élance, il est en selle comme il sait le faire. En moins de temps qu'il n'en faut pour dire bonjour, il a fait un millier de milles; en aussi peu de temps qu'il en faut pour dire adieu, il a fait un autre millier de milles; il trouve la porte fermée; il pousse un grand cri, «ouvrezmoi, reine, les Turcs sont à ma poursuite. 99-66 Attendez un instant, un petit instant, attendez, j'ai une femme sur le lit de douleur, il faut que je l'accouche. » Il a donné un coup de pied à la porte; il était dehors et le voilà dedans; il court et se dirige vers le four, il y voit Arodaphnousa; il prend la reine et il la jette dans le four.

XVI.

Ἕτερον Ασμα τῆς ̓Αροδαφνούσας.

Εἰς τὴν ἀπάνω γειτονίαν ἔχει τρεῖς ἀερφάαις,
Τὴν μιάν λέσιν Χρυσταλλοῦν, τὴν ἄλλην λέν Λενοῦσαν,
Τὴν τρίτην τὴν καλλιτέρην λέσιν ̓Αροδαφνοῦσαν.
Κείνην 'γαπᾶ κὴ ὁ βασιλέας, κείνην ἀγαπᾶ κὴ ὁ Ρήας,
Ὁ ῥήας τῆς ̓Ανατολῆς κὴ ὁ βασιλέας τῆς Δύσης.
Ἡ Ῥήισσα” ποῦ τό 'μαθεν πολλὰ τῆς κακοφάνη,
Χαππάρκα πέμπει τέσσερα τῆς Ῥοδαφνοῦς νὰ πάῃ
Ἡ Ροδαφνοῦ σὰν τὤμαθε, ̓χτύπησεν ἡ καργιά της,

Κὴ ἀρκίνησε τὰ κλάμματα μὲ ὅλα τὰ σωστά της,
Κὴ ἀπολοᾶτ ́ ̓Αροδαφνοῦ καὶ λέει εἰς τοὺς δούλους,
Ἴντα μὲ θέλ' ἡ Ῥήισσα, ἴντ ἕν ̓ ὁ ὁρισμός της;
Ἐὰν μὲ θέλει γιὰ δουλείαν νὰ πάρω ἐρκαλεῖα,
Εἰ δέ καὶ ἔνι γιὰ χορὸν νὰ πιάσω τὰ μαντήλια.
Οἱ δοῦλοι ποκριθήκασιν, ὡσγιὰν ἐθέλεις πᾶμεν,
Διότι βιαζόμεθα, πεινοῦμεν θενὰ φᾶμεν·

Τότ' ἔμπη μέσ' Αροδαφνοῦ, τὰ ροῦχά της ν ̓ ἀλλάξῃ,
Πὸ μέσα βάλλει πλουμιστὰ παππέξω χρουσαφένα
Τέλει ̓ ἀπὸ 'πάνω ἔβαλε τὰ μαρκαριταρένα.

Καὶ παίρνει καὶ μυριστικὰ καὶ λούννει τὸ κορμίν της,
Θαρροῦσε πῶς ἐπήαινεν εἰς τὴν ἰσοτιμήν της,
Καὶ ἕνα κλῶνον λασμαρὶν νὰ μὲν τὴν πιάσ ̓ ὁ ἥλιος,
Καὶ μῆλον εἰς τὸ χέριν της καὶ παίζει το καὶ πάει.
Εἰς τὸ παλάτιν ἔμπηκε, στέκει διαλοϊσμένη,
Στέκει καὶ διαλοίζεται, πῶς νὰ τὴν χαιρετήσῃ.

Κὴ ἄν τῆς πῶ μουσκοκαρφέα, μουσκοκαρφέα' χει κόγκλους,
Κὴ ἄν τῆς εἰπῶ τρανταφυλλέα καὶ κειν ̓ ἔχει ̓ γκάθια,
Καὶ ἄς τὴν χαιρετήσουμεν 'σαν πρέπει σὰν ταιρκάζει.
Ὥρα καλὴ βασίλισσα καὶ ῥήα θυγατέρα,

Ποῦ λάμπεις εἰς τὸν θρόνον σου σὰν ἄσπρη περιστέρα.
Ἡ Ρήισσα ποῦ τὴν θωρεῖ ἐπροσηκώθηκέν της,
Καλῶς ἦρτεν ̓Αροδαφνοῦ νὰ φᾶ νὰ πίῃ μητά μου,
Νὰ φάῃ τἆγριν τοῦ λαοῦ νὰ φᾷ ὀφτὸν περτίκιν,
Νὰ πίῃ γλυκόποτον κρασὶν ποῦ πίννουν ἀντρειωμένοι,
Ὁποῦ τὸ πίννουν ἄρρωστοι καὶ βρέθουνται γιαμένοι,
̓Αροδαφνοῦν σὰν τἄκουσεν ἐχάρην ἡ καργία της,
Χρυσὴν τσαέραν ἐπίασεν καὶ κάθισε κοντά της.
Τραντάφυλλόν μου κόκκινον κὴ ὁλόχρυση σαΐττα,
Ἴντα θέλεις με, Ρήισσα, καὶ μήνυσές μου κήρτα ;
Σοῦ μήνυσα γιὰ νὰ σὲ δῶ νὰ κάτσῃς νὰ 'μιλοῦμεν,
Καὶ ἔπειτα νὰ συμφάωμεν, νὰ ἐπᾷ νὰ συρκιανοῦμεν.
Ἀπὸ τὸ χέριν πιάννει την, καὶ πᾶν εἰς τὸ περβόλιν,
Καὶ ὅσοι ταὶς ἐβλέπασιν ταὶς ἐθάμμαζαν ούλοι.
Σὰν ἀερφὲς περάσασιν ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
Ἐπῆαν καὶ γλεντήσασιν, κὴ οὗλον ἐσυρκιανοῦσαν,
Κὴ δοῦλες ἡ παμπόνηρες ἀπὸ μακρὰν γελοῦσαν.
Ἡ μέρα ἐτελείωσε κὴ ὁ ἥλιος 'πᾶ νὰ δύσῃ,

Καὶ ἄρχισεν ̓Αροδαφνοῦ γιὰ ν' ἀποχαιρετήσῃ.
'Σ ἀφίννω 'γείαν, Βασίλισσα, χρυσῆς μηλέας κλωνάριν,
Που' χεις τὸν τράχηλον λευκὸν 'σὰν τὸ μαρκαριτάριν.
Κὴ ῥήισσα ἐν ἄκουσε καὶ ἐν ἀπολοήθη,

Κὴ Ροδαφνοῦ ἐθύμωσεν, καὶ τότε παλ ̓ ἀρκίζει.
Γιὰ δὲ τὴν τουμπουμέτωπην τὴν ἀναρκοδοντοῦσαν,
Τὸ πετείναριν τὸ φραχνόν, καλὰ μοῦ τό λαλοῦσαν.
Ἡ Ρήισσα ἐν ἄκουσε, κὴ βάες της ἀκοῦσαν,
Ακου, κυρᾶ, τὴν Ῥοδαφνοῦν, ἴντα λαλεῖ γιὰ σένα.
Εἶπέ σε τουμπομέτωπην καὶ ἀναρκοδοντοῦσαν,
Τὸ πετεινάριν τὸ φραχνόν, καλὰ τῆς τὸ λαλοῦσαν.
Ἡ Ρήισσα σὰν τὤμαθε, πολλά της 'κακοφάνη,
Καὶ πάλιν τὴν ἐπαύριον ἐς τὴν Ῥοδαφνοῦν χαππάριν.
̓́Ανου νὰ πᾶμεν, Ροδαφνοῦ, κὴ Ρήισσα σὲ θέλει,
Καὶ χτὲς ἤμουν 'ς τὴν Ρήισσαν, καὶ πάλ ̓ ἴντα μὲ θέλει ;
Ανου νὰ 'παμεν γλήορα, καὶ μένα δὲν μὲ μέλλει.
Αμα τακούει Ῥοδαφνοῦ ̓χτύπησεν ἡ καργία της,
Καὶ τότε ἐθθυμήθηκε τὰ λόγια τὰ 'δικά της.
Ἔπαρ' μου 'λίην 'πομονὴν διὰ νὰ συρίσω,

Γιὰ τ ̓ ἔχω φόον ἐς τὴν καργίαν, πίσω δὲν θὰ γυρίσω.
Ἔχετε ̓γείαν, σπητουδιά μου, καὶ κλίνη που κοιμούμουν,
Καὶ τσάμπρα που πιννα καφφέν, κὴ ἀυλὴ τοῦ συρκιανοῦσα.
Κλειδώνω σε, σεντουκίν μου, καὶ πέον ἐν σὲ ἀνοίω,
Σ 'ἀποκοιμίζω, γυιοῦδίν μου, μ' ἄλλην θενὰ ξυπνήσῃς
Εγιώ 'μαι 'που σ' ἐγέννησα, κὴ ἄλλη θὰ σ ̓ ἀναγυιώσῃ.
Επῆρεν οὖλον τὸ στρατὶν κὴ οὖλον τὸ μονοπάτιν,
Καὶ τότες ἡ ̓Αροδαφνοῦ ἔφτασε 'ς τὸ παλάτιν.
Τὴν σκάλαν' ποῦ ἀνέβαιννεν, ἔτρεμεν ή καργία της,
Κὴ Ρήισσά τον ἕτοιμη, κὴ ἁρπάσσει τὰ μαλλία της
Θὰ σὲ σκοτώσω, βρὰ σκυλλοῦ, τώρα νὰ τὸ γνωρίσῃς,
Γιὰ τ ̓ ἀαπᾶς τὸν ἄντρα μου, καὶ σοὺ θὰ μὲ ἀφανίσῃς.
Ἐχάρισά σου τὴν ζωήν, μὰ 'θελες ν' αυταδιάσῃς,
Σήμερα όμως γνώρισε, πῶς τὴν ζωὴν θὰ χάσης·
Παρακαλῶ σε ἄφης με, μίαν ώραν γιὰ νὰ ζήσω,
Τὸν Ρήαν μου τὸν ὄμορφον νὰ τόν 'ποχαιρετήσω.
Αρκισε τότε ταις φωναίς, 'σὰν βουδιν νὰ μουγκρίζῃ,
Καὶ μὲ τραούδια καὶ φωναὶς τέτοιας λογῆς ἀρκίζει.
Ἔχετε γείαν, ἀμμάδιά μου, έχε ὑγείαν φῶς μου,

Εγιώ πέον ἐτελείωσα, καὶ φέβκω” πο τὸν κόσμον.
Ρήα μου σ' ἀποχαιρετῶ, μὲ δάκρυα μὲ πόνους,
Σ ̓ ἀάπησα καὶ σ ̓ ἀαπώ, ἔχει τώρα χτώ χρόνους.
Σ ̓ ἀάπησα ἀπὸ καργίας, μὰ 'καργιοφλόϊσές με.
Κὴ ἀχάρη ἡ γεναῖκά σου τώρα θανάτωσέν με.

Καὶ βάλλει μίαν φωνὴν μικρὴν, καὶ μίαν φωνὴν μεάλην,
Κὴ ὁ Ρήας' κεῖ ποῦ κάθετουν ἐσούστη τὸ δρονίν του,
̓Αμέσως ἐσηκώστηκεν τοῦ δούλου του καὶ λέει,
Φέρ' ἀπὸ κεῖ τὸν ἅππαρον τὸν πετροκαταλύτην,
Ποῦ καταλύει τὰ σίδερα, καὶ πίννει τὸν ἀφρίτην·
Πηᾷ καὶ κααλλίκεψεν, εἰς τὸ γριβὶν ἁππάριν,
Κὴ ὅσον νὰ πῇ ἔχετε γείαν, ἔκοψε χίλια μίλια,
Κὴ ὅσον νὰ' πουν εἰς τὸ καλὸν ἄλλα κατὸν πεῆντα.
Χαλιναρκὰν τἀππάρου του 'ς τὴν χώραν του ἐμπαίννει.
Ας ποῦμεν γιὰ τὴν Ρήισσαν τῆς Ῥοδαφνοῦς 'ντα κάμνει.
Τὴν ἔπιασε' που τὰ μαλλία κόβκει τὴν κεφαλήν της,
Καὶ τότες τῆς κακόμοιρης ἐβκῆκεν ἡ ψυχή της
Νὰ καὶ ὁ Ρήας ἔφτασεν, καὶ χτύπησεν τὴν πόρταν,
Αλλοίμονον ! 'ς τὴν Ῥοδαφνοῦν, ὁποῦ δὲν εἶχεν σόρταν.
Κλωτσίαν τῆς πόρτας ἔδωκεν κή πόρτα 'ξεκαρφώθη,
'Σὰν εἶδεν τόσα αἵματα 'λιοθυμᾷ δὲν νοιώθει.
Ὅταν ἐξεζαλίστηκεν κήρτεν 'ς τὸν ἑαυτόν του,
Γυρίζει 'ς τὴν βασίλισσαν τρέμ ̓ ἀπὸ τὸν θυμόν του.
Γιὰ τί τὴν ἐθανάτωσες, σκύλλα, την κόρην τούτην ;
Θὰ σβύσω ἀπὸ πάνω σου ταὶς δόξαις καὶ τὰ πλούτη.
Αμε νὰ πᾶς 'πὸ δὲ χαμαί, φτείρα ξεκονιδιάρα,
'Σ τὸν σταῦλον νὰ τὴν δήσετε σὰν τὴν παληογαδάραν.
Τὰ κόκκαλα τῆς Ροδαφνοῦς ἐννὰ παραχρυσώσω,
Καὶ σέ, παληογαδάρα μου, τοὺς σκύλλους ἐννὰ δώσω,
̓Αμέσως τὴν ξεκούμπισεν αὐτὴν τοῦ τὸ παλάτιν,
Τὸ λείψανον τῆς Ροδαφνοῦς ἐς τὰ χέρκα του τὸ κράτει.
Ἐμυρκολία καὶ 'λεε, 'μυρκολοᾷ καὶ λέει,

Καὶ 'τρέμασιν τὰ χέρκα του κὴ ἀρκίνησε νὰ κλαίῃ.
Αροδαφνοῦ μου' μμάδία μου, φῶς καὶ παρηορκά μου,
Χρόνους ὀχτὼ ποὺ σ ̓ ἀγαπῶ, καὶ σ ̓ ἔχω ἐς τὴν καρτίαν μου.
̓Αγαπουν σε κὴ ἀγάπας με ἀγάπην 'πιστεμένην,

Μα τώρα σ' ἐθανάτωσεν ἡ τρισκαταραμένη.

Αροδαφνού μου' μμάδιά μου, ἐτελείωσες για μένα.

Καὶ γιὰ γροικῶ τὰ μέλη μου μου πῶς ἐν τελειωμένα.
Αγάπουν σε, κοκκώνα μου, κεἶχα κρυφὸν καμάριν,
Καὶ τώρα σ' ἐθανάτωσαν, καὶ ἐν τῷχα χαππάριν.
Ὁ ἥλιος ἐσβύστηκεν, καὶ χάθη τὸ φεγγάριν,
Τέτοιαν φωτίαν 'που δεν σβύννει, ποῖος θενὰ τὴν πομείνῃ;
Τὰ σίδηρα κρεμάζουνται εἰς τὴν κηνούρκαν πόρταν,
Ούλ' ἀγαποῦν καὶ χαίρουσιν καὶ γιὰ χαρὰ ἐς τὴν σόρταν.
Μὲ πόνους καὶ μὲ βάσανα, βαρέα ἀναστενάζει,
Καὶ τὴν θανήν της νὰ γεινῇ, βασιλικά προστάζει.
Τὸ λείψανον ἐσήκωσαν, καὶ πηᾶν νὰ τὸ θάψουν,
Κὴ ὁ βασιλέας ἐπρόσταξεν μεάλοι μικροὶ νὰ κλάψουν.
Επῆραν την καὶ θαψαν την, καὶ κλαίουν οἱ δικοί της,
Η μάνα της τάξρφιά της κὴ οὔλου οἱ συγγενεῖς της.
Ζωὴν καὶ χρόνια νἄχουσιν ὅσοι τὸ ἀναγνώσουν,
Κὴ ὅσοι τὸ ἀναγνώσουσι δύο δάκρυα νὰ δώσουν.
Ὅσοι τ ̓ ἀναγινώσκετε νὰ ἤστ ̓ εὐτυχισμένοι,
Κὴ ἀπὸ ἀγάπην λείψετε ὅσ ̓ εἶστε παντρεμένοι.

XV.

να

Ασμα τῆς Ρήγαινας καὶ τῆς Αροδαφνούσας.

Κάπου στράφτει κάπου βροντά, κάπου χαλάζει ῥίσκει ;
Μηδὲ 'στράφτει μηδὲ βροντᾷ μηδὲ χαλάζει ῥίσκει,
Μόνον ἔνι ἡ Ρήαινα ταὶς σκλάβαις της ξανοίει,
Ποίαν ἀαπᾷ ὁ Ρήας της, κὴ σκλάβες της τῆς λέσιν
Πάνω 'ς τὴν πάνω γειτονίαν ἔχει τρεῖς ἀερφάαις,
Τὴν μίαν τὴν λέσιν ἡ Ροδοῦ, τὴν ἄλλην ἡ ̓Αθθοῦσα,
ή
Κὴ τρίτη κὴ καλλίτερη ἕν ̓ ἡ Αροδαφνοῦσα.
Ροδοῦ ἔν ̓ ποῦ τὸν ἀαπᾷ, κὴ ̓Αθθοῦσα τὸν φιλάει
Κὴ τρίτη ἡ καλλίτερη στρώνει του καὶ πλαϊάζει.
Ποῦ τό μαθεν ὁ βασιλέας καὶ πάει καὶ κονέκει,
Τὸ ἔμαθεν κὴ ῥήαινα ἀρκώθη καὶ θυμώθη·
Χαππάρκα καὶ μηνύματα τῆς Ροδαφνοῦς νὰ πάη -
Κὴ ἄνου νὰ πᾶς, Αροδαφνοῦ, κὴ Ρήαινα σὲ θέλει.
Καὶ μένανε ἡ Ρήαινα που με δεν που μὲ ξέρει·
Κὴ ἄν μὲ θέλει μαείραιναν νὰ πιάσω ταὶς κουτάλαις,

« AnteriorContinuar »