Imágenes de página
PDF
ePub

Ενθυμείθητε Λεονίδου
ἤρωος τοῦ ξακος ου

τοῦ ἀνδρὸς ἐπαινεμένου
φοβεροῦ καὶ τρομερο

Τὰ ὅπλα ας λάβωμεν, &ι.

4.

Ο που εἰς τὰς Θερμοπύλας

πόλεμον αὐτὸς κροτεί
καὶ τοὺς Πέρσας ἀφανίζει
καὶ αὐτῶν κατὰ κρατεῖ
Μέτριακοσίους άνδρας

εἰς τὸ κέντρον προχωρει
καὶ ὡς λέων θυμωμένος
εἰς τὸ αἷμα των βουτεῖ.

Τὰ ὅπλα ἂς λάθωμεν, &c.

ROMAIC EXTRACTS.

Ρωσσος, Αγκλος, καὶ Γάλλος κάμνοντες τὴν περιήγησιν τῆς Ἑλλάδος, καὶ βλέποντες τὴν ἀθλίαν τὴν κατάςασιν, εἰρώτησαν καταρχὰς ἕνα Γραικὸν φιλέλληνα διὰ νὰ μάθεν τὴν αἰτίαν, μετ ̓ αὐτὸν ἕνα μητροπολίτην εἶτα ἕνα βλάχμπειν, ἔπειτα ἕνα πραγματευτὴν καὶ ἕνα προεςῶτα.

Επέ
μας ὦ φιλέλληνα πῶς φέρεις τὴν σκλαβίαν
καί τὴν ἀπαρίγορητον τὴν Τούρκων τυραννίαν
πῶς ταῖς ξυλαῖς καὶ ὑβρισμὸς καὶ σηδηροδεσμίαν
παίδων, παρθένων, γυναικων ἀνήκουσον φθορεῖαν
Δὲν εἶσθαι ἐσεῖς απόγονοι ἐκείνων τῶν Ἑλλήνων
τῶν ἐλευθέρων καὶ σοφῶν καὶ τῶν φιλοπατρίδων
καὶ πῶς ἐκεῖνοι ἀπέθνησκον γιὰ τὴν ἐλευθερίαν
καὶ τώρὰ ἐσεῖς ὑπούκεισθαι εἰς τέτοιαν τυραννίαν

καὶ ποῖον γένος ὡς ἐσεῖς ἐστάθη φωτισμένον
εἰς τὴν σοφίαν, δύναμην, εἷς κ' ὅλα ξακουσμένον
πῶς νῦν ἐκαταστήσατε τὴν φωτινην Ελλάδα
βαβα! ὡς ἕνα σκέλεθρον, ὡς σκοτεινὴν λαμπάδαν
Ομίλει φίλτατε Γραικέ εἰπέ μας τὴν αἰτίαν
μὴ κρύπτης τίποτης ἡμῶν, λύε τὴν ἀπ ορίαν.

Ὁ ΦΙΛΕΛΛΗΝΟΣ.

Ῥωσσ-αγκλο-γαλλοι, Ἑλλὰς, καὶ ὄχι άλλοι,

ἦτον, ὡς λέτε, τόσον μεγάλη,
νῦν δὲ αθλία, καὶ ἀναξία
ἀφ' φὲ ἀρχίσεν ἡ ἀμαθία.
οστ' ἐμπορᾶσαν νὰ τὴν ξυπνήση
τοῦτ ̓ εἰς τὸ χεῖρον τὴν ὁδηγᾶσι
αὐτὴ σενάζει τα τέκνα κράζει,
σό να προκόπτουν ὅλα προςάζει
καὶ τότε ἐλπίζει ὅτι κερδίζει.
εὑρεῖν, ὁποῦ ̓χει νῦν τὴν φλογίζει
Μά· ὅςις τολμήση να τὴν ξυπνήση
πάγει σὸν ἅδην χωρίς τινα κρίσιν.

The above is the commencement of a long dramatic satire on the Greek priesthood, princes, and gentry; it is contemptible as a composition, but perhaps curious as a specimen of their rhyme: I have the whole in MS. but this extract will be found sufficient. The Romaic in this composition is so easy as to render a version an insult to a scholar; but those who do not understand the original will excuse the following bad translation of what is in itself indifferent.

N

TRANSLATION.

A Russian, Englishman, and Frenchman making the tour of Greece, and observing the miserable state of the country, interrogate, in turn, a Greek Patriot, to learn the cause; afterwards an Archbishop, then a Vlackbey', a Merchant, and Cogia Bachi or Primate.

Thou friend of thy country! to strangers record
Why bear ye the yoke of the Ottoman Lord?
Why bear ye these fetters thus tamely display'd,
The wrongs of the matron, the stripling, and maid?
The descendants of Hellas's race are not ye!

The patriot sons of the sage and the free,

Thus sprung
from the blood of the noble and brave,
To vilely exist as the Mussulman slave!

Not such were the fathers your annals can boast,
Who conquer'd and died for the freedom you lost!
Not such was your land in her earlier hour,
The day-star of nations in wisdom and power!
And still will you thus unresisting increase,
Oh shameful dishonour! the darkness of Greece?
Then tell us, beloved Achæan! reveal

The cause of the woes which you cannot conceal.

The reply of the Philellenist I have not translated, as it is no better than the question of the travelling triumvirate; and the above will sufficiently show with what kind of composition the Greeks are now satisfied. I trust I have not much injured the original in the few lines given as faithfully, and as near the "Oh, Miss Vlackbey, Prince of Wallachia.

Bailey ! unfortunate Miss Bailey !” measure of the Romaic, as I could make them. Almost all their pieces, above a song, which aspire to the name of poetry, contain exactly the quantity of feet of

"A captain bold of Halifax who lived in country quarters,"

which is in fact the present heroic couplet of the Romaic.

SCENE FROM O ΚΑΦΕΝΕΣ.

TRANSLATED FROM THE ITALIAN OF GOLDONI BY SPERIDION VLANTI.

ΣΚΗΝΗ ΚΓ'.

ΠΛΑΤΖΙΔΑ εἰς τὴν πόρταν τα χανιῶ, καὶ οἱ ἄνωθεν.

ΠΛΑ. Ω Θεέ ! ἀπὸ τὸ παραθύρι μὲ ἐφάνη νὰ ἀκέσω τὴν φωνὴν τε ἀνδρός με ἂν αὐτὸς εἶναι ἐδῶ, ἔφθασα σὲ καιρὸν νὰ τὸν ξεντροπιάσω. [Εὐγαίνει ἕνας δελος απὸ τὸ ἐργασήρι.] Παλικάρι, πές με σὲ παρακαλῶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖ εἰς ἐκείνες τὲς ὀντάδες;

ΔΟΥΛ. Τρεῖς χρήσιμοι άνδρες. Ενας ὁ κυρ Εὐγένιος, ὁ ἄλλος ὁ κυρ Μάρ τιος Ναπολιτάνος, καὶ ὁ τρίτος ὁ Κυρ Κόντε Λέανδρος Αρδέντης.

ΠΛΑ. (Ανάμεσα εις αὐτὲς δὲν εἶναι ὁ Φλαμίνιος, ἂν ὅμως δὲν ἄλλαξεν ὄνομα.)

ΔΕΑ. Νὰ ζῇ ἡ καλὴ τύχη τε κυρ Εὐγενία. [Πίνωντας.]

ΟΛΟΙ. Νὰ ζῆ, να ζῇ.

ΠΛΑ. (Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνδρας με χωρὶς ἄλλο.) Καλὲ άνθρωπε κάμε με τὴν χαρὶν νὰ μὲ συντροφεύσης ἀπάνω εἰς αὐτὲς τῆς ἀφεντάδες, ὑπὲ θέλω να τὰς παίξω μίαν. [Πρὸς τὸν δέλον.]

ΔΟΥ. Ορισμός σας (συνηθισμένον ὀφφίκιον των δελευτῶν.) [Τὴν ἐμπάζει ἀπὸ τὸ ἐργαςήρι τῶ παιγνιδιᾶ.]

ΡΙΔ. Καρδιά, καρδιὰ, κάμετε καλὴν καρδιῶν, δὲν εἶναι τίποτες. [Πρὸς τὴν Βιττόριαν.]

ΒΙΤ. Ἐγὼ αἰσθάνομαι πῶς ἀπεθαίνω. [Συνέρχεται εἰς τὸν ἑαυτόν της.] ̓Απὸ τὰ παράθυρα τῶν ὀντάδων φαίνονται ὅλοι, ὁπᾶ σηκόνωνται ἀπὸ τὸ τραπέζι συγχισμένοι, διὰ τὸν ξαφνισμὸν τὸ Λεάν δρα βλέπωντας τὴν Πλάτζιδα, καὶ διατὶ αὐτὸς δείχνει πῶς θέλει νὰ τὴν φονεύσῃ.]

ΕΥΓ. Οχι, σαθητε.

ΜΑΡ. Μὴν κάμνετε...

ΛΕΑ. Σίκω, φύγε απ' ἐδώ.

ΠΛΑ. Βοήθεια, βοήθεια. [Φεύγει ἀπὸ τὴν σκάλαν, ὁ Λέανδρος θέλει να τὴν ἀκολεθήσῃ μὲ τὸ σπαθὶ, καὶ ὁ Εὐγ. τον βαςᾶ.]

ΤΡΑ. [Μὲ ἕνα πιάτο μὲ φαγὶ εἰς μίαν πετζέτα πηδᾷ ἀπὸ τὸ παραθύρι, καὶ φεύγει εἰς τὸν καφενέ.]

ΠΛΑ. [Εὐγαίνει ἀπὸ τὸ ἐργασήρί τε παιγνιδια τρέχωντας, καὶ φεύγει εἰς τὸ χάνι.]

ΕΥΓ. [Μὲ ἅρματα εἰς τὸ χέρι πρὸς διαφέντευσιν τῆς Πλάτζιδας, ἐναντίον τῇ Λεάνδρα, ὁπῶ τὴν κατατρέχει.]

ΜΑΡ. [Εὐγαίνει καὶ αὐτὸς σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὸ ἐργασήρι, καὶ φεύγει λέγωντας.] Rumores fuge. [Ρεμόρες φύγε.]ι

Οἱ Δέλοι. [ ̓Απὸ τὸ ἐργαςήρι ἀπερνῶν εἰς τὸ χάνι, καὶ κλειὲν τὴν πορτών.] ΒΙΤ. [Μένει εἰς τὸν καφενέ βοηθημένη ἀπὸ τὸν Ριδόλφον.]

ΛΕΑ. Δόσετε τόπον· θέλω να ἔμβω νὰ ἔμβω εἰς ἐκεῖνο τὸ χάνι. [Μὲ τὸ σπαθὶ εἰς τὸ χέρι ἐναντίον τῇ Εὐγενία.]

ΕΥΓ. Ὄχι, μὴ γένοιτο ποτέ· εἶσαι ἕνας σληρόκαρδος ἐναντίον τῆς γυναικάς σε, καὶ ἐγὼ θέλει τήν διαφεντεύσω ὡς εἰς τὸ υςερον αἷμα,

ΛΕΑ. Σε κάμνω ὄρκον πῶς θέλει τὸ μετανοιώσῃς. [Κινηγᾷ τὸν Εὐγένιον μὲ τὸ σπαθί.]

ΕΥΓ. Δὲν σὲ φοβᾶμαι. [Κατατρέχει τὸν Λέανδρον, καὶ τὸν βιάζει να συρθῇ ὀπίσω τόσον, ὁπᾶ εὐρίσκωντας ἀνοικτὸν τὸ σπῆτι τῆς χορεύτριας, ἐμβαίνει εἰς αὐτὸν καὶ σώνεται.]

· Λόγος λατινικὸς, ὁπό θέλει νὰ εἰπῇ· φεύγε ταῖς σύγχισες.

« AnteriorContinuar »