Imágenes de página
PDF
ePub

A

Κὴ ἀρκίνησε τὰ κλάμματα μὲ ὅλα τὰ σωστά της,

Κὴ ἀπολοᾶτ' Αροδαφνοῦ καὶ λέει εἰς τοὺς δούλους,
Ἴντα μὲ θέλ' ἡ Ῥήισσα, ἵντ ἔν' ὁ ὁρισμός της;
Ἐὰν μὲ θέλει γιὰ δουλείαν νὰ πάρω ἐρκαλεῖα,
Εἰ δέ καὶ ἔνι γιὰ χορὸν νὰ πιάσω τὰ μαντήλια.
Οἱ δοῦλοι ποκριθήκασιν, ὡσγιὰν ἐθέλεις πᾶμεν,
Διότι βιαζόμεθα, πεινοῦμεν θενὰ φᾶμεν·

Τότ' ἔμπη μέσ' Αροδαφνοῦ, τὰ ῥουχά της ν ̓ ἀλλάξῃ,
Πὸ μέσα βάλλει πλουμιστὰ παππέξω χρουσαφένα
Τέλει ̓ ἀπὸ 'πάνω ἔβαλε τὰ μαρκαριταρένα.

Καὶ παίρνει καὶ μυριστικὰ καὶ λούννει τὸ κορμίν της,
Θαρροῦσε πῶς ἐπήαινεν εἰς τὴν ἰσοτιμήν της,
Καὶ ἕνα κλῶνον λασμαρὶν νὰ μὲν τὴν πιάσ ̓ ὁ ἥλιος,
Καὶ μῆλον εἰς τὸ χέριν της καὶ παίζει το καὶ πάει.
Εἰς τὸ παλάτιν ἔμπηκε, στέκει διαλοϊσμένη,
Στέκει καὶ διαλοίζεται, πῶς νὰ τὴν χαιρετήσῃ.

Κὴ ἄν τῆς πῶ μουσκοκαρφέα, μουσκοκαρφέα' χει κόγκλους,
Κὴ ἄν τῆς εἰπῶ τρανταφυλλέα καὶ κειν' ἔχει ̓ γκάθια,
Καὶ ἄς τὴν χαιρετήσουμεν 'σαν πρέπει σὰν ταιρκάζει.
Ὥρα καλὴ βασιλισσα καὶ ῥήα θυγατέρα,

Ποῦ λάμπεις εἰς τὸν θρόνον σου σὰν ἄσπρη περιστέρα.
Ἡ Ρήισσα ποὺ τὴν θωρεῖ ἐπροσηκώθηκέν της,
Καλῶς ἦρτεν ̓Αροδαφνοῦ νὰ φᾶ νὰ πίῃ μητά μου,
Νὰ φάῃ τἆγριν τοῦ λαοῦ νὰ φᾷ ὀφτὸν περτίκιν,
Νὰ πίῃ γλυκόποτον κρασὶν ποῦ πίννουν ἀντρειωμένοι,
Ὁποῦ τὸ πίννουν ἄρρωστοι καὶ βρέθουνται γιαμένοι,
Αροδαφνοῦ σὰν τἄκουσεν ἐχάρην ἡ καργία της,
Χρυσὴν τσαέραν ἐπίασεν καὶ 'κάθισε κοντά της.
Τραντάφυλλον μου κόκκινον κὴ ὁλόχρυση σαΐττα,
Ἴντα θέλεις με, Ρήισσα, καὶ μήνυσές μου κῆρτα;
Σου μήνυσα γιὰ νὰ σὲ δῶ νὰ κάτσῃς νά 'μιλοῦμεν,
Καὶ ἔπειτα νὰ συμφάωμεν, νὰ πᾶ νὰ συρκιανοῦμεν.
Ἀπὸ τὸ χέριν πιάννει την, καὶ πᾶν εἰς τὸ περβόλιν,
Καὶ ὅσοι ταὶς ἐβλέπασιν ταὶς ἐθάμμαζαν οὖλοι.
Σὰν ἀερφὲς περάσασιν ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
Επῆαν καὶ γλεντήσασιν, κὴ οὗλον ἐσυρκιανοῦσαν,
Κὴ δοῦλες ἡ παμπόνηρες ἀπὸ μακρὰν γελοῦσαν.
Ἡ μέρα ἐτελείωσε κὴ ὁ ἥλιος 'πᾶ νὰ δύσῃ,

Καὶ ἄρχισεν ̓Αροδαφνοῦ γιὰ ν' ἀποχαιρετήσῃ.
'Σ ἀφίννω ̓γείαν, Βασίλισσα, χρυσῆς μηλέας κλωνάριν,
Που' χεις τὸν τράχηλον λευκὸν 'σὰν τὸ μαρκαριτάριν.
Κὴ ῥήισσα ἐν ἄκουσε καὶ ἐν ἀπολοήθη,
Κὴ Ροδαφνοῦ ἐθύμωσεν, καὶ τότε παλ ̓ ἀρκίζει.
Γιὰ δὲ τὴν τουμπουμέτωπην τὴν ἀναρκοδοντοῦσαν,
Τὸ πετείναριν τὸ φραχνόν, καλὰ μοῦ τό λαλοῦσαν.
Ἡ Ρήισσα ἐν ἄκουσε, κὴ βάες της ἀκοῦσαν,

Ακου, κυρᾶ, τὴν Ῥοδαφνοῦν, ἴντα λαλεῖ γιὰ σένα.
Εἶπέ σε τουμπομέτωπην καὶ ἀναρκοδοντοῦσαν,
Τὸ πετεινάριν τὸ φραχνόν, καλὰ τῆς τὸ λαλοῦσαν.
Ἡ Ρήισσα 'σὰν τὤμαθε, πολλά της 'κακοφάνη,
Καὶ πάλιν τὴν ἐπαύριον ἐς τὴν Ῥοδαφνοῦν χαππάριν.
Ανου νὰ πᾶμεν, Ῥοδαφνοῦ, κὴ Ρήισσα σὲ θέλει,
Καὶ χτὲς ἤμουν 'ς τὴν Ῥήισσαν, καὶ πάλ ̓ ἴντα μὲ θέλει ;
̓́Ανου νὰ 'παμεν γλήορα, καὶ μένα ὲν μὲ μέλλει.
Αμα τακούει Ῥοδαφνοῦ ̓χτύπησεν ή καργία της,
Καὶ τότε ἐθθυμήθηκε τὰ λόγια τὰ 'δικά της.
Ἔπαρ' μου 'λίην 'πομονὴν διὰ νὰ συρίσω,

Γιὰ τ' ἔχω φόον 'ς τὴν καργίαν, 'πίσω ὲν θὰ γυρίσω.
Ἔχετε 'γείαν, σπητουδιά μου, καὶ κλίνη που κοιμούμουν,
Καὶ τσάμπρας που πιννα καφφέν, κὴ ἀυλὴ τοῦ συρκιανοῦσα.
Κλειδώνω σε,
σεντουκίν μου, καὶ πέον ἐν σὲ ἀνοίω,
Σ 'αποκοιμίζω, γυιουδίν μου, μὲ ἄλλην θενὰ ξυπνήσης
Εγιώ 'μαι 'που σ' ἐγέννησα, κὴ ἄλλη θὰ σ' ἀναγυιώσῃ.
Επῆρεν οὖλον τὸ στρατὶν κὴ οὗλον τὸ μονοπάτιν,
Καὶ τότες ἡ ̓Αροδαφνοῦ ἔφτασε 'ς τὸ παλάτιν.
Τὴν σκάλαν ̓ ποῦ ἀνέβαιννεν, ἔτρεμεν ἡ καργία της.
Κὴ Ρήισσά 'τον ἕτοιμη, κὴ ἁρπάσσει τὰ μαλλία της·
Θὰ σὲ σκοτώσω, βρὰ σκυλλοῦ, τώρα νὰ τὸ γνωρίσῃς,
Γιὰ τ ̓ ἀαπᾶς τὸν ἄντρα μου, καὶ σοὺ θὰ μὲ ἀφανίσῃς.
Ἐχάρισά σου τὴν ζωήν, μὰ 'θελες ν' αυταδιάσης,
Σήμερα όμως γνώρισε, πῶς τὴν ζωὴν θὰ χάσης·
Παρακαλῶ σε ἄφης με, μίαν ὥραν γιὰ νὰ ζήσω,
Τὸν Ρήαν μου τὸν ὄμορφον νὰ τόν 'ποχαιρετήσω.
Αρχισε τότε ταὶς φωναίς, 'σὰν βουδιν νὰ μουγκρίζῃ,
Καὶ μὲ τραούδια καὶ φωναὶς τέτοιας λογῆς ἀρχίζει.
Ἔχετε γείαν, ἀμμάδιά μου, ἔχε ὑγείαν φῶς μου,

Εγιώ πέον ἐτελείωσα, καὶ φέβκω” πο τὸν κόσμον.
Ρήα μου σ' ἀποχαιρετῶ, μὲ δάκρυα μὲ πόνους,
Σ ̓ ἀάπησα καὶ σ ̓ ἀαπώ, ἔχει τώρα χτώ χρόνους.
Σ' ἀάπησα ἀπὸ καργίας, μὰ 'καργιοφλοϊσές με.
Κὴ ἀχάρη ἡ γεναῖκά σου τώρα θανάτωσέν με.

Καὶ βάλλει μίαν φωνὴν μικρὴν, καὶ μίαν φωνὴν μεάλην,
Κὴ ὁ Ρίας' κεῖ ποὺ κάθετουν ἐσούστη τὸ δρονίν του,
̓Αμέσως ἐσηκώστηκεν τοῦ δούλου του καὶ λέει,
Φέρ' ἀπὸ κεῖ τὸν ἅππαρον τὸν πετροκαταλύτην,
Ποῦ καταλύει τὰ σίδερα, καὶ πίννει τὸν ἀφρίτην·
Πηᾷ καὶ κααλλίκεψεν, εἰς τὸ γριβὶν ἁππάριν,
Κὴ ὅσον νὰ πῆ ἔχετε γειαν, ἔκοψε χίλια μίλια,
Κὴ ὅσον νὰ' πουν εἰς τὸ καλὸν ἄλλα κατὸν πεῆντα.
Χαλιναρκὰν τἀππάρου του 'ς τὴν χώραν του ἐμπαίννει.
Ας ποῦμεν γιὰ τὴν Ρήισσαν τῆς Ῥοδαφνοῦς 'ντα κάμνει.
Τὴν ἔπιασε' που τὰ μαλλία κόβκει τὴν κεφαλήν της,
Καὶ τότες τῆς κακόμοιρης ἐβκῆκεν ἡ ψυχή της
Νὰ καὶ ὁ βήας ἔφτασεν, καὶ χτύπησεν τὴν πόρταν,
̓Αλλοίμονον ! 'ς τὴν Ῥοδαφνοῦν, ὁποῦ δὲν εἶχεν σόρταν.
Κλωτσίαν τῆς πόρτας ἔδωκεν κἠ πόρτα 'ξεκαρφώθη,
'Σὰν εἶδεν τόσα αἵματα 'λιοθυμᾷ δὲν νοιώθει.
Ὅταν ἐξεζαλίστηκεν κήρτεν 'ς τὸν ἑαυτόν του,
Γυρίζει 'ς τὴν βασίλισσαν τρέμ ̓ ἀπὸ τὸν θυμόν του.
Γιὰ τί τὴν ἐθανάτωσες, σκύλλα, τὴν κόρην τούτην ;
Θὰ σβύσω ἀπὸ πάνω σου ταὶς δόξαις καὶ τὰ πλούτη.
Αμε νὰ πᾶς 'πὸ δὲ χαμαί, φτείρα ξεκονιδιάρα,
'Σ τὸν σταῦλον νὰ τὴν δήσετε σὰν τὴν παληογαδάραν.
Τὰ κόκκαλα τῆς Ροδαφνοῦς ἐννὰ παραχρυσώσω,
Καὶ σέ, παληογαδάρα μου, τοὺς σκύλλους ἐννὰ δώσω,
̓Αμέσως τὴν ξεκούμπισεν αὐτὴν ποῦ τὸ παλάτιν,
Τὸ λείψανον τῆς 'Ροδαφνοῦς ἐς τὰ χέρκα του τὸ κράτει.
Εμυρκολία καὶ 'λεε, 'μυρκολοᾷ καὶ λέει,

Καὶ 'τρέμασιν τὰ χέρκα του κὴ ἀρκίνησε νὰ κλαίῃ.
̓Αροδαφνοῦ μου' μμαδία μου, φῶς καὶ παρηορκά μου,
Χρόνους ὀχτὼ ποὺ σὲ ἀγαπῶ, καὶ σ ̓ ἔχω ἐς τὴν καρτίαν μου.

Αγάπουν σε κὴ ἀγάπας με ἀγάπην 'πιστεμένην,

Μὰ τώρα σ' ἐθανάτωσεν ἡ τρισκαταραμένη.

̓Αροδαφνοῦ μου' μμάδιά μου, ἐτελείωσες για μένα.

Καὶ γιὰ γροικῶ τὰ μέλη μου μου πῶς ἐν τελειωμένα.
Αγάπουν σε, κοκκώνα μου, κεἶχα κρυφὸν καμάριν,
Καὶ τώρα σ' ἐθανάτωσαν, καὶ ἐν τῷχα χαππάριν.
Ὁ ἥλιος ἐσβύστηκεν, καὶ χάθη τὸ φεγγάριν,
Τέτοιαν φωτίαν 'που ἐν σβύννει, ποῖος θενὰ τὴν ποιείνῃ;
Τὰ σίδηρα κρεμάζουνται εἰς τὴν κηνούρκαν πόρταν,
Οὕλ' ἀγαποῦν καὶ χαίρουσιν καὶ γιὰ χαρὰ ἐς τὴν πόρταν.
Μὲ πόνους καὶ μὲ βάσανα, βαρέα ἀναστενάζει,
Καὶ τὴν θανήν της νὰ γεινῇ, βασιλικὰ προστάζει.
Τὸ λείψανον ἐσήκωσαν, καὶ πηᾶν νὰ τὸ θάψουν,
Κὴ ὁ βασιλέας ἐπρόσταξεν μεάλοι μικροὶ νὰ κλάψουν.
Ἐπῆραν την καὶ θαψαν την, καὶ κλαίουν οι δικοί της,
Η μάνα της ταρφιά της κὴ ούλου οἱ συγγενεῖς της.
Ζωὴν καὶ χρόνια νἔχουσιν ὅσοι τὸ ἀναγνώσουν,
Κὴ ὅσοι τὸ ἀναγνώσουσι δύο δάκρυα νὰ δώσουν.
Ὅσοι τ ̓ ἀναγινώσκετε νὰ ἤστ ̓ εὐτυχισμένοι,
Κὴ ἀπὸ ἀγάπην λείψετε ὅσ ̓ εἶστε παντρεμένοι.

XV.

Ασμα τῆς Ρήγαινας καὶ τῆς Αροδαφνούσας.

Κάπου στράφτει κάπου βροντᾷ, κάπου χαλάζει ῥίσκει ;
Μηδὲ 'στράφτει μηδὲ βροντᾷ μηδὲ χαλάζει ῥίσκει,
Μόνον ἔνι ἡ ῥήαινα ταὶς σκλάβαις της 'ξανοίει,
Ποίαν ἀαπᾷ ὁ Ρήας της, κὴ σκλάβες της τῆς λέσιν ·
Πάνω 'ς τὴν πάνω γειτονίαν ἔχει τρεῖς ἀερφάαις,
Τὴν μίαν τὴν λέσιν ἡ Ροδοῦ, τὴν ἄλλην ἡ ̓Αθθοῦσα,
Κὴ τρίτη κὴ καλλίτερη ἕν ̓ ἡ Αροδαφνοῦσα.
Ροδοῦ ἔν ποῦ τὸν ἀαπᾷ, κὴ ̓Αθθοῦσα τὸν φιλάει
Κὴ τρίτη ἡ καλλίτερη στρώνει του καὶ πλαϊάζει.
Ποῦ τό μαθεν ὁ βασιλέας καὶ πάει καὶ κονέθκει,
Τὸ ἔμαθεν κὴ ῥήαινα ἀρκώθη καὶ θυμώθη·
Χαππάρκα καὶ μηνύματα τῆς Ροδαφνοῦς νὰ πάῃ ·
Κὴ ἄνου νὰ πᾶς, ̓Αροδαφνοῦ, κή Ρήαινα σε θέλει.
Καὶ μένανε ἡ ῥήαινα ποῦ με” δεν που μὲ ξέρει·
Κὴ ἄν μὲ θέλει μαείραιναν νὰ πιάσω ταὶς κουτάλαις,

Καὶ ἄν μὲ θέλει γιὰ χορὸν νὰ πιάσω τὰ μαντήλια

Κὴ ἄνου νὰ πᾶμεν, Ροδαφνου, κὴ ὡς σγιὰν ἄν θέλῃς πᾶμεν.

Καὶ ἔμπην ἔσσω κὴ ἄλλαξε ροῦχα τῆς φορεσίας της,

Μήτε μακρυὰ μήτε κοντά, ἴσια τῆς ἡλικίας της

[ocr errors]

Παπέσσω φόρησε χρουσᾶ, 'παππέξω χρουσταλλένα,

Τέλεια 'ποπάνω 'φόρησε τὰ μαρκαριταρένα.

Χρουσὸν μῆλον ἐς τὸ χέριν της καὶ παίζει το καὶ πάει,
Στέκεται διαλοίζεται πῶς νὰ τὴν χαιρετήσῃ

Καὶ ἄν τῆς πῶ, μουσκοκαρφέα μουσκοκαρφέα λυΐζει,
Καὶ ἄν τῆς πῶ, κληματαρκά, κληματαρκά έχει κόμπους
Καὶ ἄν τῆς πῶ, τρανταφυλλέα, τρανταφυλλέα 'χει' γκαθία ·
Καὶ ἄς τὴν χαιρετήσουμεν 'σὰν πρέπει σὰν ἀξίζει.
Καὶ πιάννει τὸ στρατὶν στρατὶν κὴ οὗλον τὸ μονοπάτιν,
Τὸ μονοπάτιν ̓ Εκάλλει την 'ς τῆς ῥήαινας τὰ σπήτια -
Ανέβην εναν τὸ σκαλὶν καὶ 'σούστη καὶ λυέστη,
Ανέβην κὴ ἄλλον τὸ σκαλὶν καὶ νιφτοκανακίστη,
Τέλεια 'ς τὸ πάνω τὸ σκαλὶν κὴ ῥήαινα τὴν νοιώθει,
Φωνάζει καὶ τῆς σκλάβας της τσαέραν γιὰ νὰ φέρῃ·
Κή ώρα καλή σου, ήαινα, καλῶς τὴν πέρτικάν μου..
Καλῶς ἦρτες Αροδαφνοῦ, νὰ φᾶς νὰ πίης μητά μας,
Νὰ φᾶς τὸ ἅδριν τοῦ λαοῦ νὰ φᾶς ὀφτὸν περτίκιν,
Νὰ φᾶς ἀρκοκεράμυον” ποῦ τρῶν ἀντρεικωμένοι,
Νὰ πίης γλυκόποτον κρασὶν που πίννουν φουμισμένοι,
Ὅπου τὸ πίννουν ἄρρωστοι καὶ βρέθουνται γιαμένοι.
Ἐγὼ ἐν ἦρτα, Ρήαινα, νὰ φᾶς νὰ ξεφαντώσω,
Παρὰ βουλὴν μοῦ ἔστειλες καὶ ἦρτεν νὰ μὲ πάρῃ.
Ῥωτᾷ την καὶ ξαννοίει την ποίαν ἀαπᾷ ὁ Ρήας.
Ἐγιώ, κυρά μου Ρήαινα, χαππάριν ἐν τό ἔχω.
Κατέβην ἕναν τὸ σκαλὶν καὶ σούστη καὶ λυΐστη,
Κατέβην κὴ ἄλλο τὸ σκαλὶν καὶ νιφτοκανακίστη,
Τέλεια 'ς τὸ κάτω τὸ σκαλὶν τῆς Ρῄαινας καὶ λέει ·
« Α' δε τὴν τουμπομέτωπην, τὴν τουμπομετωποῦσαν,
Τὸ πετεινάριν τὸ τσιφνὸν κεῖνο ποὺ μοῦ λαλοῦσαν. »
Ἡ ῥήαινα” ἐν ἄκουσεν, ἡ σκλάβα της ἀκούει,
Α 'δὲ, κυρά μου Ρήαινα, Αροδαφνοῦ 'ντα σου πε·
̓́Α 'δὲ τὴν τουμπομετώπην κ. τ. λ.

Χαππάρκα καὶ μηνύματα πάλαι 'ς τὴν Ροδαφνούσαν,
Ἔλα νὰ πᾶμεν Ροδαφνοῦ κή, Ρήγαινα σὲ θέλει,

« AnteriorContinuar »